- πλουτοῦντες
- πλουτέωto be richpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
богатитисѧ — БОГА|ТИТИСѦ (13), ЩОУСѦ, ТИТЬСѦ гл. Обогащаться: молю вы въспрѩнѣмъ поидемь. не льстимъсѩ. боуди ˫ако. кърмимъсѩ. боуди ˫ако богатимъсѩ. и живемъ или •н҃• лѣ(т). СбТр XII/XIII, 22; б҃ати же будите не торжьски но б҃жьски. им же б҃атьствомъ анг҃ли… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εγχέζω — ἐγχέζω (Α) φρ. 1. «οὗτος τί δέδρακας;» «ἐγκέχοδα» χέστηκα, τά κάνα πάνω μου απ τον φόβο 2. «κἀγκεχοδασί μ οἱ πλουτοῡντες» και τά κάνουν απάνω τους οι πλούσιοι όταν μέ βλέπουν (Αριστφ.) … Dictionary of Greek
προφαίνω — ΜΑ [φαίνω] φέρνω στο φως, φανερώνω (α. «προφαίνων, θεοφάντορ, τὸ ἄφυκτον», Μηναί. β. «τοῑσι... θεοὶ τέραα προύφαινον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. επιδεικνύω («οἱ πλουτοῡντες αὐτοὶ καὶ τὰς πορφυρίδας προφαίνοντες», Λουκιαν.) 2. αναδεικνύω, καθιστώ κάποιον… … Dictionary of Greek